υπερβαίνω


υπερβαίνω
Προφορά

Ετυμολογία
υπερβαίνω αρχαία ελληνική ὑπερβαίνω

Ερμηνεία
ρήμα υπερβαίνω

✦ ξεπερνώ κάτι, φτάνω πιο πάνω ή πιο πέρα από ένα χρονικό, ποσοτικό ή άλλο όριο: υπερέβη το όριο ταχύτητας – υπερέβη τα εκατό χρόνια
✦ ξεπερνώ τα επιτρεπτά, αναγκαία ή καθιερωμένα όρια, παραβαίνω: έχει υπερβεί τις αρμοδιότητές του
✦ φρ. υπερέβη τα εσκαμμένα, βλ. εσκαμμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.