υπεραπασχόληση


υπεραπασχόληση
Προφορά

Ετυμολογία
υπεραπασχόληση υπέρ + απασχόληση

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η υπεραπασχόληση

✦ (οικον.) κατάσταση κατά την οποία ο ρυθμός των εισερχομένων προσώπων στην αγορά εργασίας είναι μικρότερος από το ρυθμό των δημιουργουμένων ελλείψεων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.