υπεράσπιση
Προφορά
Ετυμολογία
υπεράσπιση μεσαιωνική ελληνική ὑπεράσπισις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπεράσπιση
✦ η πράξη του υπερασπίζω, προστασία, υποστήριξη
✦ (νομ.) συνηγορία
✦ (μετωνυμ.) ο συνήγορος ή οι συνήγοροι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
δίωξη
Επιρρήματα
–