υπεράνω
Προφορά
Ετυμολογία
υπεράνω αρχαία ελληνική ὑπεράνω
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ υπεράνω
✦ ψηλότερα, παραπάνω
✦ φρ. υπεράνω πάσης υποψίας, για κάποιον που λόγω της θέσης, του κύρους ή της προσωπικότητάς του είναι αδύνατον να τον υποψιάζεται κανείς για κάτι κακό – υπεράνω χρημάτων, δεν ενδιαφέρεται για τα χρήματα ή δεν χρηματίζεται
Συνώνυμα
άνωθεν
Αντίθετα
κάτωθεν
Επιρρήματα
–