υπεξαίρεση


υπεξαίρεση
Προφορά

Ετυμολογία
υπεξαίρεση μεταγενέστερη ελληνική ὑπεξαίρεσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η υπεξαίρεση

✦ ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος από πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η φύλαξή του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.