υπαναχώρηση
Προφορά
Ετυμολογία
υπαναχώρηση μεταγενέστερη ελληνική ὑπαναχώρησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπαναχώρηση
✦ βαθμιαία αποχώρηση
✦ (μτφ. ) αποκήρυξη ιδεών, αναίρεση των όσων ειπώθηκαν
✦ (νομ.) μονομερής διάλυση συμβάσεων, αθέτηση συμφωνίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–