ύμνος
Προφορά
Ετυμολογία
ύμνος αρχαία ελληνική ὕμνος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ύμνος
✦ ωδή ψαλλόμενη προς τιμή θεού, ήρωα ή νικητή: σταματώ στον ύμνο που είναι αφιερωμένος στον Ερμή (Γ. Σεφέρης)
✦ (εκκλ.) άσμα που εξυμνεί το Θεό ή αγίους
✦ ποίημα ή τραγούδι εγκωμιαστικό
✦ (κατ’ επέκτ.) ενθουσιώδης έπαινος, εγκώμιο
✦ εθνικός ύμνος, τραγούδι επίσημα καθιερωμένο σε κάθε λαό, ως σύμβολο εθνικής ενότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–