υπαναχωρώ
Προφορά
Ετυμολογία
υπαναχωρώ αρχαία ελληνική ὑπαναχωρῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υπαναχωρώ -είς, -εί
✦ αναιρώ τις διακηρυγμένες θέσεις, απόψεις, ιδέες μου
✦ αναιρώ ή αθετώ συμφωνία ή υπόσχεση: ο υπουργός υπαναχώρησε στο θέμα του μισθολογίου
✦ (νομ.) διαλύω μονομερώς συμφωνία ή σύμβαση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–