υπαμείβω


υπαμείβω
Προφορά

Ετυμολογία
υπαμείβω υπό + αμείβω

Ερμηνεία
υπαμείβω

✦ κ. υποαμείβω ρ. δίνω αμοιβή κατώτερη απ’ αυτήν που πρέπει: της ασυστόλως υπαμειβόμενης στη χώρα μας πνευματικής εργασίας (Ν. Βαγενάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.