υπαλλαγή
Προφορά
Ετυμολογία
υπαλλαγή αρχαία ελληνική ὑπαλλαγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπαλλαγή
✦ εναλλαγή, αμοιβαία διαδοχή
✦ (συντακτ.) λεκτικό σχήμα κατά το οποίο λέγεται το περιέχον αντί του περιεχομένου ή το αφηρημένο ουσιαστικό αντί του συγκεκριμένου
Συνώνυμα
μετωνυμία
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–