υπακούω


υπακούω
Προφορά

Ετυμολογία
υπακούω αρχαία ελληνική ὑπακούω

Ερμηνεία
ρήμα υπακούω

✦ ακούω κάτι και συμμορφώνομαι μ’ αυτό
✦ (γεν.) είμαι υπάκουος, ευπειθής
✦ (κατ’ επέκτ.) διέπομαι: η κατάσταση που δημιουργήθηκε δεν υπακούει στους νόμους της αγοράς

Συνώνυμα

Αντίθετα
απειθώ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.