υπακοή


υπακοή
Προφορά

Ετυμολογία
υπακοή μεταγενέστερη ελληνική ὑπακοή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η υπακοή

✦ το να υπακούει κάποιος, ευπείθεια, υποταγή

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανυπακοή, απείθεια
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.