υπαγόρευση
Προφορά
Ετυμολογία
υπαγόρευση μεταγενέστερη ελληνική ὑπαγόρευσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπαγόρευση
✦ η πράξη του υπαγορεύω
✦ (μτφ. ) υπόδειξη, παρακίνηση, συμβουλή: ενεργεί σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις των άλλων
Συνώνυμα
προτροπή, υποκίνηση
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–