υπαγορεύω


υπαγορεύω
Προφορά

Ετυμολογία
υπαγορεύω αρχαία ελληνική ὑπαγορεύω

Ερμηνεία
ρήμα υπαγορεύω

✦ απαγγέλλω, εκφωνώ κάτι με αργό ρυθμό σε κάποιον που ακούει, για να το γράψει ή να το επαναλάβει προφορικά: ο δάσκαλος υπαγορεύει, τα παιδιά γράφουνε (Πετσάλης – Διομήδης)
(μτφ. ) υποδεικνύω, παρακινώ, συμβουλεύω: ας κοιτάξουμε ακόμη τι μας υπαγορεύει η πείρα της καθημερινής ζωής μας (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα
υποκινώ, προτρέπω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.