υπέρυθρος
Προφορά
Ετυμολογία
υπέρυθρος αρχαία ελληνική ὑπέρυθρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ υπέρυθρος -η, -ο
✦ κοκκινωπός
✦ (φυσ.) υπέρυθρες ακτίνες, οι πριν από το ερυθρό χρώμα ηλεκτρομαγνητικές ακτίνες του φωτεινού φάσματος
Συνώνυμα
ερυθρωπός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–