υπέρ
Προφορά
Ετυμολογία
υπέρ αρχαία ελληνική ὑπέρ
Ερμηνεία
υπέρ
✦ πρόθ. συντάσσεται: 1) με αιτιατική και σημαίνει: περισσότερο από: υπέρ το δέον – υπέρ το μέτρον 2) με γενική και σημαίνει προς υπεράσπιση, βοήθεια ή ωφέλεια: έπεσε υπέρ πατρίδος – έρανος υπέρ των καρκινοπαθών
✦ φρ. τα υπέρ και τα κατά, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα, οι ευμενείς και οι δυσμενείς συνθήκες. Σε σύνθεση σημαίνει: α) υπεράσπιση, βοήθεια κτλ. β) υπερβολή γ) υπέρβαση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–