υπάγω


υπάγω
Προφορά

Ετυμολογία
υπάγω αρχαία ελληνική ὑπάγω

Ερμηνεία
ρήμα υπάγω

✦ κατατάσσω κάποιον ή κάτι σε κατηγορία ή υπό τη δικαιοδοσία κάποιου: θέλησε να υπαγάγει κάθε σοβαρή πνευματική ενέργεια κάτω από τα φτερά της φιλοσοφίας (Κ. Βάρναλης) – η υπηρεσία αυτή υπάγεται στο Υπουργείο Πολιτισμού
✦ (αμτβ.) πηγαίνω, μεταβαίνω: φρ. ύπαγε οπίσω μου, σατανά! (για να δηλωθεί αποστροφή για κάποιον ή κάτι)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.