υμνωδός


υμνωδός
Προφορά

Ετυμολογία
υμνωδός αρχαία ελληνική επίθετο ὑμνωδός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η υμνωδός

✦ που ψάλλει ύμνους
✦ υμνογράφος
✦ (κατ’ επέκτ.) εγκωμιαστής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.