υδατοκαλλιέργεια
Προφορά
Ετυμολογία
υδατοκαλλιέργεια μετάφραση του └αγγλ┘όρου aquaculture
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υδατοκαλλιέργεια
✦ εκτροφή θαλάσσιων ειδών με στόχο τη διάθεσή τους στο εμπόριο, πρβλ. ιχθυοκαλλιέργεια
✦ (γεωπ.) η καλλιέργεια επίγειων φυτών σε άγονο έδαφος που ποτίζεται με νερό που εμπεριέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την ανάπτυξή τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–