υδατάνθρακας


υδατάνθρακας
Προφορά

Ετυμολογία
υδατάνθρακας ύδωρ + άνθραξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο υδατάνθρακας

✦ (χημ.) συνήθ. στον πληθ. υδατάνθρακες, οργανικές ενώσεις που αποτελούν το κύριο συστατικό των κυττάρων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.