τύφλωση Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply τύφλωσηΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/τύφλωση.mp3Ετυμολογίατύφλωση αρχαία ελληνική τύφλωσις Ερμηνείαουσιαστικό└θηλυκό┘ η τύφλωση ✦ απώλεια ή σκοτισμός της όρασης, στράβωμα ✦ (μτφ. ) να μην μπορεί κάποιος να κρίνει σωστά, να αξιολογεί σωστά Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–