τύφλα
Προφορά
Ετυμολογία
τύφλα τυφλός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τύφλα
✦ έλλειψη όρασης, στραβομάρα
✦ (μτφ. ) άγνοια, αγραμματοσύνη, πνευματική καθυστέρηση
✦ φρ. τύφλα να ‘χει ο τάδε μπροστά στον δείνα, ο δείνα είναι πολύ καλύτερος του τάδε – τύφλα στο μεθύσι, εντελώς μεθυσμένος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–