τύπος
Προφορά
Ετυμολογία
τύπος αρχαία ελληνική τύπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο τύπος
✦ αποτύπωμα, αχνάρι από χτύπημα ή πίεση
✦ αποτύπωμα σφραγίδας
✦ μήτρα, καλούπι
✦ πρότυπο, υπόδειγμα
✦ είδος, μορφή αντικειμένου
✦ καθιερωμένη μορφή ενέργειας ή συμπεριφοράς
✦ δοτ. τύποις ως επίρρ. (βλ. λ.)
✦ η εξωτερική μορφή ενός πράγματος
✦ (γραμμ.) μορφή λέξης: το αγαπώ είναι συνηρημένος τύπος του αγαπάω
✦ φρ. για τον τύπο, για να τηρούνται τα προσχήματα
✦ άνθρωπος ιδιότυπος, εκκεντρικός
✦ το σύνολο των γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν άτομο ή πράγμα
✦ η αναπαραγωγή κειμένων, εικόνων κτλ. με εκτύπωση, η τυπογραφία
✦ η δημοσιογραφία
✦ οι εφημερίδες και τα περιοδικά
✦ φρ. δια του τύπου, με δημοσίευση στις εφημερίδες
✦ (μαθημ.) αλγεβρική παράσταση με ορισμένη βασική μορφή
✦ (χημ.) παράσταση που δηλώνει με σύμβολα τη σύσταση των διαφόρων στοιχείων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–