τόπλες


τόπλες
Προφορά

Ετυμολογία
τόπλες └αγγλ┘topless

Ερμηνεία
τόπλες

✦ άκλ. ουσ. κ. επίθ. για γυναικείο ένδυμα, που δεν καλύπτει τους μαστούς και το άνω μέρος του σώματος
✦ (συνεκδ. για πρόσ.) γυμνόστηθος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.