τόπι
Προφορά
Ετυμολογία
τόπι └τουρκ┘top (= σφαίρα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τόπι
✦ σφαίρα για παιχνίδι, μπάλα
✦ σφαίρα πυροβόλου
✦ (συνεκδ.) το κανόνι: βάλε φωτιά στα τόπια (δημ. τραγ.)
✦ ύφασμα πολλών μέτρων, περιτυλιγμένο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–