τυχαίνω


τυχαίνω
Προφορά

Ετυμολογία
τυχαίνω θ. αορ. ἔτυχον του αρχαίου ελληνικού τυγχάνω

Ερμηνεία
ρήμα τυχαίνω

✦ συναντώ τυχαία
✦ παρευρίσκομαι τυχαία
✦ (απρόσ.) τυχαίνει, συμβαίνει κατά τύχη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.