τυχάρπαστος
Προφορά
Ετυμολογία
τυχάρπαστος τύχη + αρπάζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ τυχάρπαστος -η, -ο
✦ ο υπό την επήρεια τυχαίων γεγονότων, που οι περιστάσεις ρυθμίζουν τις αποφάσεις, τις κινήσεις, γεν. τη ζωή του: εδώ κι εκεί τους πάνε τυχάρπαστους οι πόλεμοι, τα μακελειά, οι φουρτούνες (Κ. Παλαμάς)
✦ που αναδείχτηκε από την τύχη και τις περιστάσεις και όχι από τις ικανότητές του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–