τυφοειδής


τυφοειδής
Προφορά

Ετυμολογία
τυφοειδής τύφος + είδος

Ερμηνεία
επίθετο┘ τυφοειδής -ής, -ές

✦ που έχει μορφή τύφου, που παρουσιάζει συμπτώματα παρόμοια με του τύφου: τυφοειδής πυρετός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.