τυφλώνω


τυφλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
τυφλώνω μεσαιωνική ελληνική τυφλώνω

Ερμηνεία
ρήμα τυφλώνω

✦ κάνω κάποιον τυφλό, του στερώ την όραση, στραβώνω
(μτφ. ) σκοτίζω την κρίση: τον έχει τυφλώσει το πάθος – ο φανατισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.