τυφλωτικός


τυφλωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
τυφλωτικός μεσαιωνική ελληνική τυφλωτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ τυφλωτικός -ή, -ό

✦ εκτυφλωτικός βλ. λ.

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
τυφλωτικά:τυφλωτικά πάνω απ’ τα πάντα βγαίνει ο ήλιος (Άγγ. Σικελιανός)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.