τυφλοσούρτης


τυφλοσούρτης
Προφορά

Ετυμολογία
τυφλοσούρτης τυφλός + σύρτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τυφλοσούρτης

✦ που σέρνει, που καθοδηγεί τυφλό
(μτφ. ) πρόχειρο βοήθημα, ιδ. για μαθητές, όπου βρίσκει κανείς το ζητούμενο άκοπα και μηχανικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.