τυφλοβδομάδα


τυφλοβδομάδα
Προφορά

Ετυμολογία
τυφλοβδομάδα τυφλός + βδομάδα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τυφλοβδομάδα

✦ χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος αδυνατεί να κρίνει σωστά και ανεπηρέαστα κάποιον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.