τυφεκιοφόρος


τυφεκιοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
τυφεκιοφόρος τυφέκιον + φέρω

Ερμηνεία
τυφεκιοφόρος

✦ επίθ. ο οπλισμένος με τουφέκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.