τυρφώδης


τυρφώδης
Προφορά

Ετυμολογία
τυρφώδης τύρφη + κατάλ. -ώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ τυρφώδης -ης, -ες

✦ ο όμοιος με τύρφη
✦ που περιέχει τύρφη ή αποτελείται από τύρφη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.