τυραννίδα
Προφορά
Ετυμολογία
τυραννίδα αρχαία ελληνική τυραννίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τυραννίδα
✦ (στην αρχαιότητα) πολίτευμα που χαρακτηρίζεται από την αυταρχική άσκηση της εξουσίας από ένα πρόσωπο, τον τύραννο
✦ (στα νεότ. χρόνια) ανάληψη και άσκηση του συνόλου των εξουσιών κατά παράβαση της συνταγματικής νομιμότητας, η δικτατορία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
δημοκρατία
Επιρρήματα
–