τυραγνώ


τυραγνώ
Προφορά

Ετυμολογία
τυραγνώ αρχαία ελληνική τυραννῶ

Ερμηνεία
τυραγνώ

✦ -είς, -εί κ. τυραγνώ, -άς, -ά ρ. (τυράνν-ησα, -ήθηκα κ. -ίστηκα, -ισμένος) είμαι τύραννος, ασκώ εξουσία τυράννου
(μτφ. ) καταπιέζω, βασανίζω
✦ (μέσ.) τυραννιέμαι, βασανίζομαι
✦ μτχ. παθ. πρκμ. τυραννισμένος, -η, -ο κ. τυραγνισμένος, -η, -ο βασανισμένος, ταλαιπωρημένος, πολύπαθος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.