τυπώνω
Προφορά
Ετυμολογία
τυπώνω αρχαία ελληνική τυπόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ τυπώνω
✦ αναπαράγω με την τυπογραφία κείμενα, εικόνες κτλ., εκτυπώνω
✦ εκδίδω
✦ χαράζω σχέδια με πίεση σε μαλακό σώμα, αποτυπώνω
✦ (μτφ. φρ.) τυπώνω στο μυαλό μου, συγκρατώ στη μνήμη μου, εντυπώνω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–