τυπωτικός


τυπωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
τυπωτικός μεταγενέστερη ελληνική τυπωτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ τυπωτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με το τύπωμα
✦ πληθ. ουδ. τα τυπωτικά ως ουσ., τα έξοδα εκτυπώσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.