τυποποίηση
Προφορά
Ετυμολογία
τυποποίηση τυποποιώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τυποποίηση
✦ διαμόρφωση με βάση ορισμένους τύπους
✦ οργάνωση της βιομηχανίας με τέτοιον τρόπο, ώστε να παράγονται ορισμένοι τύποι προϊόντων σε μεγάλες ποσότητες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–