τυπολάτρισσα


τυπολάτρισσα
Προφορά

Ετυμολογία
τυπολάτρισσα τύπος + λάτρης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τυπολάτρισσα

✦ θηλ. τυπολάτρισσα (Κ τυπολάτρις, -ιδος) λάτρης των τύπων, υπερβολικά τυπικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.