τυπογραφικός


τυπογραφικός
Προφορά

Ετυμολογία
τυπογραφικός τυπογράφος

Ερμηνεία
επίθετο┘ τυπογραφικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην τυπογραφία ή τον τυπογράφο: τυπογραφικό κατάστημα – επάγγελμα
✦ που χρησιμεύει για την εκτύπωση: τυπογραφικό μηχάνημα
✦ ουδ. το τυπογραφικό(ν) ως ουσ., τυπωμένο δεκαεξασέλιδο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.