τυπικό


τυπικό
Προφορά

Ετυμολογία
τυπικό └ουδ┘ του επιθέτου τυπικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τυπικό

✦ το μέρος της γραμματικής που ασχολείται με τους τύπους των λέξεων, το κλιτικό σύστημα μιας γλώσσας
✦ (εκκλησ.) ο εσωτερικός κανονισμός των μοναστηριών
✦ λειτουργικό βιβλίο που περιέχει την τυπική διάταξη των διαφόρων εκκλησιαστικών ακολουθιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.