τυπικάρης


τυπικάρης
Προφορά

Ετυμολογία
τυπικάρης τυπικό

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τυπικάρης

✦ μοναχός που φροντίζει για την πιστή εφαρμογή του τυπικού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.