τσουβάλι


τσουβάλι
Προφορά

Ετυμολογία
τσουβάλι └τουρκ┘cuval

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τσουβάλι

✦ σακί από καννάβι ή τεχνητή ύλη
✦ η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σ’ αυτό
(μτφ. ) άχαρο και κακοραμμένο ρούχο
✦ φρ. με το τσουβάλι, σε μεγάλη ποσότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.