τσορβάς


τσορβάς
Προφορά

Ετυμολογία
τσορβάς └τουρκ┘corba

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τσορβάς

✦ η σούπα: καλέ, δεν άγγιξες, βλέπω, τον τσορβά σου. Κι έσκυψε να του δώσει το γαβάθι (Π. Πρεβελάκης)
(μτφ. ) σύμφυρμα, συνονθύλευμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.