τσιριγώτικος


τσιριγώτικος
Προφορά

Ετυμολογία
τσιριγώτικος Τσιρίγο

Ερμηνεία
επίθετο┘ τσιριγώτικος -η, -ο

✦ ο αναφερόμενος στο Τσιρίγο (τα Κύθηρα), ο προερχόμενος από το Τσιρίγο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.