τσιράκι


τσιράκι
Προφορά

Ετυμολογία
τσιράκι └τουρκ┘cιrak

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τσιράκι

✦ μαθητευόμενος τεχνίτης
(μτφ. ) οπαδός, ακόλουθος

Συνώνυμα
παραγιός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.