τσιπ
Προφορά
Ετυμολογία
τσιπ └αγγλ┘silicon chips (= πλακίδια πυριτίου)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το τσιπ
✦ πλακίδιο ολοκληρωμένου κυκλώματος αποτελούμενο από ημιαγωγό, στο οποίο έχουν αποτυπωθεί διάφορα ηλεκτρονικά στοιχεία με δυνατότητες αποθήκευσης και επεξεργασίας πληροφοριών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–