τσιμπώ


τσιμπώ
Προφορά

Ετυμολογία
τσιμπώ κατά Χατζιδάκι, μεσαιωνική ελληνική τσιμπῶ

Ερμηνεία
ρήμα τσιμπώ -άς, -ά

✦ κεντώ με μυτερό όργανο ή αντικείμενο
✦ συνθλίβω το δέρμα με τα δάχτυλα προκαλώντας πόνο
✦ (για πουλιά) ραμφίζω, παίρνω την τροφή με το ράμφος
✦ (για ψάρια) αρπάζω το δόλωμα από το αγκίστρι
✦ (συνεκδ.) τρώγω πρόχειρα
(μτφ. ) αποσπώ χρήματα
✦ συλλαμβάνω
✦ (μέσ.) τσιμπιέμαι, ερωτεύομαι· μτχ. παθ. πρκμ. τσιμπημένος, -η, -ο βλ. λ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.