τσιμπούρι
Προφορά
Ετυμολογία
τσιμπούρι τσιμούρι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τσιμπούρι
✦ το έντομο κρότων, παράσιτο του δέρματος των ζώων
✦ (μτφ. ) άνθρωπος υπερβολικά φορτικός: φρ. του ‘γινε τσιμπούρι, τον ενοχλεί συστηματικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–